- υγρολογία
- ηεπιστημονική εργασία για τους χυμούς (τα υγρά) του ζωντανού οργανισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγρολογία — η, Ν επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών χυμών, τών ζωικών ρευστών τού οργανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrology (< υγρός + λογία*)] … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek